Παγκανίνι Νικολό της Γαβριέλας Σέντερη

Παγκανίνι Νικολό

(1782-1840)    

                                                                                         Σέντερη Γαβριέλα

                                                                                                 

    Στις 27 Οκτωβρίου 1782 στη Γένοβα της Ιταλίας γεννήθηκε ο Νικολό Παγκανίνι. Ήταν γιος του λιμενεργάτη Αντόνιο Παγκανίνι και της Τερέζας Μποκιάρντο. Έλαβε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής από τον ίδιο τον πατέρα του, ο οποίος ως ερασιτέχνης μουσικός, δίδαξε στον γιό του βιολί και μαντολίνο.  Λέγεται ότι μεγαλώνοντας ο Νικολό, μαθήτευσε στο πλευρό του επαγγελματία βιολιστή της θεατρικής ορχήστρας Τζιοβάνι Τσερβέτο ενώ πιο μετά παρακολούθησε μαθήματα βιολιού από τον Τζιάκομο Κόστα, ενώ διδάχτηκε την τέχνη της σύνθεσης της μουσικής  από τον Φραντσέσκο Γκνέτσο. Από την ηλικία των δώδεκα ετών άρχισε να συνθέτει ενώ έδινε συναυλίες σε εκκλησίες και ιδιωτικούς χώρους, φανερώνοντας έτσι το πηγαίο ταλέντο του στη μουσική. Η πρώτη του δημόσια εμφάνιση καταγράφεται το 1793 στη Γένοβα και δύο χρόνια αργότερα η εγκατάστασή του στην Πάρμα της Ιταλίας με βασικό στόχο να συνεχίσει τις σπουδές του υπό την επίβλεψη του Αλεσάντρο Ρόλα, ο οποίος  εντυπωσιασμένος από την τεχνική του ένιωσε ότι δεν είχε κάτι άλλο να του μεταδώσει και τον προέτρεψε να συνεχίσει τη μουσική του πορεία δίπλα στον Φερντινάντο Παέρ. Η έλξη που ασκούσε στο κοινό ήταν τέτοια, ώστε τα εισιτήρια για τις εμφανίσεις του να πωλούνται στη μαύρη αγορά και σε τιμές διπλάσιες της κανονικής. Φυσικό ήταν να αποκτήσει μεγάλη περιουσία και ως λάτρης του τζόγου να επενδύσει σε καζίνο. Όμως, μία ακόμη φήμη τον ακολουθούσε: αυτή του άπληστου και του τσιγκούνη. Αναγκάστηκε να βάλει ενέχυρο το βιολί του για να καταφέρει να ξεπληρώσει τα χρέη του από την χαρτοπαιξία. Τότε, ένας Γάλλος έμπορος του δάνεισε ένα βιολί Γκουανέρι για να παίξει σε ένα κονσέρτο, μαγεμένος όμως από το παίξιμο του Νικολό, του το χάρισε.
 Στα τέλη του 1796, ο Παγκανίνι επιστρέφει στη Τζένοα έχοντας πλέον διευρύνει τους μουσικούς του ορίζοντες συνθετικά, ακουστικά και ορχηστρικά.. Εξαιτίας της εισβολής των ναπολεόντειων στρατευμάτων στην Ιταλία, ο Παγκανίνι πήγε στο Λιβόρνο, όπου και έζησε για μικρό χρονικό διάστημα στο Λιβόρνο, βοηθώντας των πατέρα του και οργανώνοντας μια σειρά από συναυλίες. Το Σεπτέμβριο του 1801 εγκαταστάθηκε στη Lucca,  πόλη με σημαντική μουσική παράδοση που για πολλά χρόνια δέσποζε η παρουσία της οικογένειας Πουτσίνι, όπου και έζησε για τα επόμενα δέκα χρόνια. Εκεί έδειξε ίσως για πρώτη στοιχεία της αναρχίας του χαρακτήρα του και της ανορθόδοξης συμπεριφοράς του. Πολύ γρήγορα απέκτησε σημαντική φήμη ως βιρτουόζος του βιολιού ενώ το 1805 απέκτησε τη θέση του πρώτου βιολιστή στην ορχήστρα της Αυτοκρατορικής Αυλής. Αργότερα, πρόσφερε μαθήματα μουσικής στον πρίγκιπα Φελίτσε Μπατσιόκι ενώ παράλληλα διεύθυνε τη νέα αυτοκρατορική ορχήστρα. Συνέχισε τη σύνθεση, ολοκληρώνοντας αρκετές σονάτες για βιολί αλλά και κιθάρα. Μαζί με αυτά, ολοκλήρωσε και το πρώτο σημαντικό του έργο για βιολί και ορχήστρα που γράφτηκε αποκλειστικά για τον εορτασμό των γενεθλίων του Ναπολέοντα και πήρε το όνομα του.        
Μπορντούρα με τη προσωπογραφία του Νικολό Παγκανίνι
Από το 1810, ο Παγκανίνι ακολούθησε σταδιοδρομία αυτόνομου μουσικού εγκαταλείποντας την αυτοκρατορική Αυλή και πραγματοποιώντας περιοδείες, αρχικά στις Ιταλικές επαρχίες της Ρωμανίας και της Λομβαρδίας. Έμεινε για λίγο στο Μιλάνο,  όπου και ο Αλεσάντρο Ρόλα τον προσκάλεσε να συμμετέχει ως μουσικός στο θέατρο, ενώ αργότερα επέστρεψε στη Γένοβα δίνοντας συναυλίες στην τοπική όπερα. Εκείνη την περίοδο, σύναψε σχέσεις με την Αντζιολίνα Καβανά, με την οποία και εγκαταστάθηκε αργότερα στην Πάρμα. Μετά το τέλος του δεσμού τους, που διήρκεσε για λίγους μήνες, ο Παγκανίνι κατηγορήθηκε από τον πατέρα της για απαγωγή της κόρης του, κάτι που τελικά οδήγησε σε ολιγοήμερη φυλάκισή του. Αργότερα θα έρθει η μακροχρόνια σχέση του με την χορεύτρια Αντόνια Μπιάνκι. Τον Ιανουάριο του 1825, ο Νικολό ξεκινάει ένα δεύτερο κύκλο περιοδειών στην κεντρική και νότια Ιταλία, και επισκέπτεται τη Ρώμη, τη Νάπολη και το Παλέρμο. Την ίδια περίπου περίοδο ολοκληρώνει το δεύτερο κοντσέρτο του για βιολί      (op. 7), γνωστό ιδιαίτερα για το τελευταίο μέρος του, ένα ροντό που ονομάστηκε La campanella εξαιτίας της χρήσης ενός τριγώνου για τη μίμηση του ήχου μίας καμπάνας. Το έργο αυτό ήταν που αργότερα ενέπνευσε τον Φραντς Λίστ στη σύνθεση της φαντασίας Grand fantasia de bravoure sur La clochette. Ακολουθεί το τρίτο κοντσέρτο για βιολί, το οποίο ολοκληρώνεται το 1828, έργο που δεν συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες δημιουργίες του, ωστόσο είναι αξιοσημείωτο το adagio ως προς τη χρήση του pizzicato με τρόπο που τα έγχορδα της ορχήστρας να λειτουργούν ως μία κιθάρα.
Στις αρχές του 1828, ο Παγκανίνι περιοδεύει  και σε χώρες εκτός των συνόρων της Ιταλίας, με πρώτη στάση την Αυστρία. Έμεινε για τρείς μήνες στη Βιέννη, όπου και πραγματοποίησε συναυλίες σε θέατρα της πόλης, εμπειρία που –όπως καταλαβαίνουμε από την αλληλογραφία του-τον έκανε να ενθουσιαστεί από την μουσική παιδεία του κοινού του. Σε αυτό το διάστημα συνέθεσε τρία έργα για βιολί και ορχήστρα: ένα καπρίτσιο που δεν διασώθηκε, βασισμένο στο Là ci darem la mano του Μότσαρτ, τη σονάτα Maestosa suonata sentimentale (op. 27) που αποτελείται από παραλλαγές του εθνικού ύμνου της Αυστρίας και το έργο La tempesta (op. 36). Εκείνο το καλοκαίρι, εγκαταλείπει τη Βιέννη και πηγαίνει στην Πράγα, όπου όμως οι συναυλίες του αντιμετωπίστηκαν από το κοινό με επιφύλαξη, ίσως λόγω των διαφορετικών αντιλήψεων της σχολής της Βοημίας (εδώ η τεχνική αποτελούσε βασικά μέσο για την πραγμάτωση των μουσικών και εκφραστικών στόχων του ερμηνευτή και όχι τόσο μέσο επίδειξης δεξιοτεχνίας. Τον Ιανουάριο του 1829 και για τα επόμενα δύο χρόνια, ο Παγκανίνι περιόδευε στη Γερμανία και την Πολωνία, οργανώνοντας περισσότερες από εκατό συναυλίες σε συνολικά σαράντα πόλεις και ολοκληρώνοντας παράλληλα το τέταρτο κονσέρτο για βιολί σε ρε ελάσσονα. Αν και κατόρθωσε να κερδίσει την αναγνώριση του Γερμανικού κοινού, ορισμένοι επαγγελματίες μουσικοί και κριτικοί εστίασαν με αρνητικό τρόπο στην εκκεντρικότητα των εκτελέσεών του. Το Φεβρουάριο του 1831, ο Νικολό ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου και πραγματοποιεί την πρώτη του συναυλία σε γαλλικό έδαφος, παρουσιάζοντας το πρώτο του κονσέρτο για βιολί και τη Στρατιωτική σονάτα. Οι κριτικοί στη Γαλλία, θαύμασαν την τεχνική και την ερμηνεία του Παγκανίνι, όπως φάνηκε από τα γραφόμενα τους, ωστόσο η παραμονή του εκεί διήρκεσε για μικρό χρονικό διάστημα. Το Μάιο του ίδιου έτους, μετά από πρόσκληση του διευθυντή του Βασιλικού Θεάτρου του Λονδίνου, ταξίδεψε στην αγγλική πρωτεύουσα προκειμένου να παραχωρήσει συναυλίες. Η πρώτη του εμφάνιση έλαβε χώρα στις 3 Ιουνίου και σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Στη συνέχεια πραγματοποίησε συναυλίες στην Ιρλανδία, τη Σκωτία, λίγο πριν επιστρέψει στο Παρίσι, όπου σύμφωνα με μία επιστολή του, παραχώρησε 151 συναυλίες μέσα σε ένα χρόνο.
Προσωπογραφία του Νικολό Παγκανίνι.                                                                                                
Την περίοδο 1832-4, ο Παγκανίνι στρέφεται στη βιόλα, ως ερμηνευτής αλλά και συνθέτης. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, ζήτησε από τον Μπερλιόζ να συνθέσει ένα κονσέρτο για βιόλα, το οποίο όμως στη συνέχεια απέρριψε (αργότερα ο Μπερλιόζ βασίστηκε σε αυτά για τη συμφωνία «Ο Χάρολντ στην Ιταλία») και το 1834 ολοκλήρωσε ο ίδιος τη «Σονάτα για μεγάλη βιόλα» σε ντο μείζονα, προσαρμοσμένη στην εκτελεστική ικανότητα του ίδιου. Ο όρος «μεγάλη βιόλα» οφείλεται στον τύπο του οργάνου που χρησιμοποίησε ο Παγκανίνι, μία βιόλα μεγάλων διαστάσεων που δανείστηκε από φιλικό του πρόσωπο. Η σονάτα για βιόλα τού Παγκανίνι συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων συνεισφορών στο ρεπερτόριο για βιόλα του 19ου αιώνα. Στα τέλη του 1835, ο Παγκανίνι επιστρέφει στην Πάρμα, όπου και διορίζεται από τη Μαρία Λουΐζα της Αυστρίας, σύμβουλος της ορχήστρας του δούκα. Ο Παγκανίνι συνέβαλε στην αναμόρφωσή της, επωφελούμενος από τις επαφές του με τις κορυφαίες ορχήστρες της Ευρώπης , αύξησε τον αριθμό των μελών της και την κατέστησε μία από τις κορυφαίες ιταλικές ορχήστρες. Ο Παγκανίνι μετά από λίγο, εγκαταλείπει τη θέση του και το επόμενο διάστημα ζει στο Τορίνο, τη Μασσαλία και τη Νίκαια, πριν επιστρέψει στη Γένοβα στις αρχές του 1837. Τον ίδιο χρόνο, συμμετέχει ως μέτοχος ενός καζίνο που φέρει το όνομά του στο Παρίσι, χώρο στον οποίο έδινε επίσης δύο συναυλίες την εβδομάδα. Η κακή κατάσταση της υγείας του δεν του επιτρέπει τελικά να είναι συνεπής στους αρχικούς του σχεδιασμούς και σύντομα η επιχείρηση αυτή αποτυγχάνει οικονομικά.
Ο Παγκανίνι αντιμετωπίζει τώρα την κατηγορία της αθέτησης συμβολαίου, πράγμα που ‘χει ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να καταβάλει ένα υψηλό χρηματικό πρόστιμο. Την περίοδο αυτή, η σταδιοδρομία του ως εκτελεστή και βιρτουόζου του βιολιού φτάνει στο τέλος της. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολείται με το εμπόριο έγχορδων οργάνων, τομέα στον οποίο φιλοδοξούσε να διακριθεί εκμεταλλευόμενος την αξιοπιστία τού ονόματός του.
Φτάνοντας στο τέλος της ζωής του, ο Νικολό, χαρακτηρίζεται από  μακάβρια εμφάνισή, με οφθαλμούς εισερχόμενους στο οστεώδες πρόσωπό του και με απίθανα επιμηκυμένα δάχτυλα του. Αυτά, σε συνδυασμό με τη δεισιδαιμονία και το ρομαντικό πνεύμα της εποχής του στάθηκαν ικανά να τον περιβάλει η φήμη του διαβολικού όντος.
Ο Παγκανίνι ως διαβολικό ων.
 Όταν μάλιστα πέθαινε, στη Νίκαια, από φυματίωση του λάρυγγα, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και λόγω της αδυναμίας κατάποσης η "όστια" της μετάληψης έπεσε από το στόμα του, με συνέπεια κανείς πλέον να μην αμφιβάλει της διαβολικής υπόστασής του. Η φήμη αυτή διαδόθηκε τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να υποστηρίξει δημοσίως και με ντοκουμέντα ότι δεν είναι γιος του Διαβόλου, αλλά οι γονείς του είναι κοινοί θνητοί. Όταν απεβίωσε στις 27 Μαΐου  του 1840, η Εκκλησία αρνήθηκε τη ταφή του "δούλου του Σατανά" και η σορός του Παγκανίνι παρέμεινε επί μήνες στο φέρετρο στα υπόγεια του νοσοκομείου, για να αποβληθεί αργότερα από εκεί όταν άρχισε να εκδηλώνεται μεταξύ των κατοίκων σχετική αναταραχή, που έμεινε γνωστή στα χρονικά της επιστήμης ως "ψύχωση Παγκανίνι". Έτσι ο νεκρός μεταφέρθηκε σε ένα παλαιό λεπροκομείο της Βιλλαφράνκα. Και εκεί όμως οι λεπροί δεν ήθελαν τη γειτονία τους, με τον "επάρατον", και έτσι εγκατέλειψαν το φέρετρο στην έρημη ακτή. Μετά τη πάροδο ενός ακόμη μήνα τρεις Γάλλοι θαυμαστές του μεγάλου δεξιοτέχνη μεταξύ των οποίων και ο ζωγράφος Φ. Ζιέμ παραλαμβάνουν  το φέρετρο του Νικολό Παγκανίνι και το μεταφέρουν κρυφά στη Σαιν Ζαν όπου και το έθαψαν. Μετά από τρία χρόνια ο γιος του νεκρού, Αχιλλίνος Παγκανίνι, επιτυγχάνοντας άδεια ταφής από τον Πάπα, καταφέρνει να μεταφέρει το φέρετρο του πατέρα του  δια θαλάσσης στη Γένουα. Λόγω όμως της επιδημίας της πανώλης που ήδη είχε ενσκήψει απαγορεύτηκε η                                          
εκφόρτωση και το πλοίο έπλευσε και πάλι προς τη Μασσαλία. Οι Μασσαλιώτες αρνούνται να προσφέρουν Γη για τη ταφή του νεκρού που τελικά απετέθη σε μια μικρή Μονή της νησίδας του Αγίου Ονωρίου. Με την επέμβαση της Μεγάλης Δούκισσας της Πάρμας, της άλλοτε Αυτοκράτειρας της Γαλλίας Μαρίας Λουΐζας, λήγει ο μεταθανάτιος διωγμός του Παγκανίνι και το φέρετρο μεταφέρεται τελικά στη Πάρμα το 1845 όπου και τάφηκε στο ναό της Στεκάτας. Μετά από 22 χρόνια, ο γιος του Παγκανίνι, κληρονόμος της κολοσσιαίας περιουσίας του πατέρα του ανήγειρε τάφο στο νεκροταφείο της Πάρμας όπου και απετέθηκαν οριστικά τα πολυπαθή λείψανα του μουσικού και συνθέτη. Παρά τις ιδιαιτερότητες της τεχνικής του, ο Παγκανίνι δεν διαμόρφωσε μία νέα σχολή στον τρόπο εκτέλεσης του βιολιού, ενώ δεν διέθετε κανένα μαθητή με ανάλογη φήμη. Μεγάλο μέρος των συνθέσεών του παρέμεινε αδημοσίευτο μέχρι το 1851, αφού ο Παγκανίνι πίστευε πως ήταν ο μόνος που είχε την ικανότητα να τις ερμηνεύσει, αφού οι ίδιες ήταν προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες δεξιότητες του ίδιου. Η δεξιοτεχνία του φαίνεται πως οφειλόταν στον ιδιαίτερο τρόπο που ο ίδιος κρατούσε το βιολί, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί σε αρκετές λιθογραφίες ή σχέδια ζωγραφικής. Σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις, ο Παγκανίνι διατηρούσε το πάνω μέρος των χεριών του κοντά στο υπόλοιπο σώμα, διατηρώντας το «λαιμό» του οργάνου με κλίση προς το έδαφος και προβάλλοντας ελαφρά το ένα πόδι μπροστά. Τα δάχτυλά του δεν ήταν ασυνήθιστου μεγέθους, διέθεταν ωστόσο μεγάλη ευλυγισία και δυνατότητα μεγάλων ανοιγμάτων που έφθαναν να καλύψουν τρεις οκτάβες του οργάνου.  Η τεχνική του στο βιολί στα δικά του έργα και κυρίως στα Καπρίτσι, τα κονσέρτα για βιολί και τις σειρές παραλλαγών, απαιτούσε ευρεία χρήση πιτσικάτο (ένας τρόπος να παιχτεί το έγχορδο όργανο χωρίς να χρησιμοποιηθεί καθόλου δοξάρι. Όταν σε μία παρτιτούρα είναι σημειωμένη η ένδειξη pizz τότε ο μουσικός αφήνει το δοξάρι και τραβά τις χορδές του οργάνου με τα δάχτυλά του. Τα μουσικά περάσματα με την τεχνική αυτή μπορεί να είναι σύντομα, αλλά μπορεί είναι και ολόκληρες μελωδίες) και αρμονικών, νέες μεθόδους δακτυλισμών, ακόμη και κουρδίσματος. Στις εμφανίσεις του ήταν εξαιρετικός αυτοσχεδιαστής και η σκηνική του παρουσία ήταν λαμπρή. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί τεχνάσματα, όπως το να σπάζει τάχα κατά λάθος μία ή δύο χορδές του βιολιού του και να συνεχίζει την εκτέλεση του έργου στις υπόλοιπες. Τα ρεσιτάλ του στα μεγάλα μουσικά κέντρα της Ευρώπης θύμιζαν πολύ συναυλίες των Beatles. Όπως έγραφε στον Γκαίτε ένας φίλος του, «με τις άτιμες τις συναυλίες του ο Παγκανίνι τρέλαινε άνδρες και γυναίκες». Ο ίδιος ο Γκαίτε τον παρομοίαζε ως «στήλη από φλόγες και σύννεφα». Είχε μοναδική σκηνική παρουσία για τα δεδομένα της κλασσικής μουσικής.
Έχει υποστηριχθεί πως οι δεξιότητες του οφείλονταν ίσως σε κάποιου τύπου διαταραχή του συνδετικού ιστού, κάτι που όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι τώρα. Η τεχνική του αρτιότητα και η εξαιρετική δεξιοτεχνία του εξηγήθηκε στην εποχή του μέσα από διάφορους μύθους, με τον πλέον διαδεδομένο να θεωρεί πως είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο προκειμένου να αποκτήσει υπερφυσικές ικανότητες στην εκτέλεση του βιολιού. Υπερβολικές διαστάσεις έλαβαν επίσης ορισμένα στοιχεία της προσωπικής ζωής ή του χαρακτήρα του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φήμη σύμφωνα με την οποία είχε φυλακιστεί για πολλά χρόνια για το θάνατο μιας ερωμένης του, της οποίας τα εσωτερικά όργανα είχε χρησιμοποιήσει για την κατασκευή χορδών.  Παρ’όλες αυτές τις μυθοπλασίες γύρω από το όνομά του , ήταν αυτός που τελικά ενέπνευσε μιαν επαναστατική τεχνική του βιολιού στα πλαίσια του κινήματος του Ρομαντισμού, ενώ τους τεχνικούς του νεωτερισμούς μιμήθηκαν αργότερα άλλοι βιρτουόζοι, όπως ο Πάμπλο Σαρασάτε. Ως αγαπημένο όργανο του Παγκανίνι αναφέρεται ένα βιολί του κατασκευαστή Guarneri del Gesù, κατασκευασμένο το 1742, το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε «Το κανόνι».
Η ιδιαίτερη στάση που επέλεγε ο Παγκανίνι δυσκολεύει τους μουσικούς του σήμερα να ερμηνεύσουν έργα του.
                                                                                                   

Εργογραφία Έργα για βιολί και ορχήστρα:
 Napoléon (Σονάτα του Ναπολέοντα) σε μι μείζονα, 1807  Polacca con variazioni, παρουσιάστηκε 28 Οκτ. 1810  Σονάτα Maria Luisa, σε μι μείζονα, 1813, op. 65  Le streghe, παραλλαγές σε ένα θέμα του Il noce di Benevento του ν      Süssmayr, 1813, op.8  Κοντσέρτο σε μι ελάσσονα, περ. 1815  Κοντσέρτο αρ.1 σε μι μείζονα, 1816, op.6  Εισαγωγή και Παραλλαγές στο Non più mesta από το έργο La   Cenerentola του Ροσίνι, 1819, op.12  Στρατιωτική σονάτα (Sonata militare), παραλλαγές στο ‘Non più andrai’ από τους Γάμους του Φίγκαρο τού Μότσαρτ, 1825(;), το μέρος του βιολιού δεν διασώζεται  Κοντσέρτο αρ.2 σε σι ελάσσονα, 1826, op.7  Κοντσέρτο αρ.3 σε μι μείζονα, 1826  Καπρίτσιο βασισμένο στο ‘Là ci darem la mano’ από την όπερα Don Giovanni τού Μότσαρτ, παρουσιάστηκε στη Βιέννη στις 11 Μαΐου 1828, δεν διασώζεται  La tempesta, 1828, op. 36, παραλλαγές, σε συνεργασία με τον J. Panny  Maestosa suonata sentimentale, παραλλαγές στον εθνικό ύμνο της Αυστρίας, 1828  Παραλλαγές στον εθνικό ύμνο του Ηνωμένου Βασιλείου, 1829, op.9  Παραλλαγές στο ‘O mamma, mamma cara’, 1829, op.10  Sonata Varsavia, παραλλαγές σε μαζούρκα του Elsner, 1829, op.32, διασώζεται μόνο το μέρος του βιολιού  Sonata appassionata σε μι ύφεση μείζονα 1829, το μέρος του βιολιού δεν διασώζεται  Κοντσέρτο αρ.4 σε ρε ελάσσονα, παρουσιάστηκε στις 26 Απριλίου 1830  Κοντσέρτο αρ.5 σε λα ελάσσονα, 1830  Pot-pourri, 1831, op.21
                                                                                                       Ιστορία της Μουσικής 2
 11
 Sonata amorosa galante σε σι ύφεση μείζονα, 1831, op.25, το μέρος του βιολιού δεν διασώζεται  St Patrick's Day, παραλλαγές σε παραδοσιακό τραγούδι της Ιρλανδίας, 1831, το μέρος του βιολιού δεν διασώζεται  Sonatina e polacchetta, με παραλλαγές, σε σι μείζονα, 1831  Concertino, 1831  Moto perpetuo σε ντο μείζονα, περ. 1831–2  Σονάτα για μεγάλη βιόλα σε ντο μείζονα, 1834,  Σονάτα La primavera σε λα μείζονα, 1838(;), op.30, διασώζεται μόνο το μέρος του βιολιού  Balletto campestre, παραλλαγές, 1838, op.34  Tarantella σε λα ελάσσονα, op.33
   Μουσική δωματίου
 Carmagnola, παραλλαγές, παρουσιάστηκε στις 31 Ιουλίου 1795  Sonata concertata, 1804, op.61  6 Σονάτες, περ. 1805, op.2  6 Σονάτες, περ. 1805, op.3  45 σονάτες, 1805–9  Duetto amoroso, 1807  Cantabile e Valtz, 1823, op.19  Centone di sonate, 18 σονάτες, μετά το 1828  [60] Παραλλαγές πάνω στο ‘Barucabà’, 1835, op.14  Grand Sonata σε λα μείζονα, op.39  Variazioni di bravura στο καπρίτσιο αρ.24  4 σονατίνες σε μι ελάσσονα, φα μείζονα, ρε ελάσσονα και σολ μείζονα  3 ritornelli, πριν το 1800  3 duetti, περ. 1802, op.16  Sonata a violino scordato, περ. 1802  Grande Sonata σε λα μείζονα, 1803, op.39  3 Κουαρτέτα [αρ.1–3] σε λα ελάσσονα, ντο μείζονα, λα μείζονα, 1806–16, op.4  3 Κουαρτέτα [αρ.4–6] σε ρε μείζονα, ντο μείζονα, ρε ελάσσονα, 1806–16, op.5  Σερενάτα σε ντο μείζονα, πριν το 1808, op.69
                                                                                                       Ιστορία της Μουσικής 2
 12
 3 κουαρτέτα εγχόρδων σε ρε ελάσσονα, μι μείζονα και λα ελάσσονα, περ. 1815  9 Κουαρτέτεα [αρ.7–15], 1818–20  Cantabile σε ρε μείζονα, 1824, op.17  Σονάτα και παραλλαγές, 1824  Tema napolitano, 1829  Sonata à mouvement perpétuel, σε σι μείζονα, μετά το 1830  Les charmes de Padoue, 1831  Caprice d'adieux, 1831   Terzetto, σε ρε μείζονα, 1833, op.66  Terzetto concertante, σε ρε μείζονα, 1833, op.68  4 notturni
    Έργα για βιολί  Fandango spagnolo, 1800, δεν διασώζεται  24 Καπρίτσια, περ. 1805, op.1  Due merveille, περ. 1808, op.20  Εισαγωγή και παραλλαγές του ‘Nel cor più non mi sento’, 1820-21
    Έργα για κιθάρα
 Sinfonia Lodovisca, 1800-01, op.58  Ghiribizzi, 43 σύντομα κομμάτια, 1820
     Χορωδιακά έργα και έργα για φωνή με συνοδεία οργάνου
 È pur amabile, 1828  Quel jour heureux, 1830  Καντσονέτα σε ντο μείζονα  Ghiribizzo vocale, σε σι μείζονα, op.79  Sul margine di un rio  Romance de Beauplan, σε σι ύφεση μείζονα
                                                                                                       Ιστορία της Μουσικής 2
 13
Βιβλιογραφία
 John Sugden, Paganini, Omnibus Press, 1990.  'Paganini, Niccolo', Grove Music Online, Oxford University    Press, Μάιος 2007.  Wikipedia http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CE%BA%CE%BF %CE%BB%CF%8C_%CE%A0%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CE%BD% CE%AF%CE%BD%CE%B9  http://www.sansimera.gr/biographies/372  http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%88%CE%B3%CF%87%CE%BF%CF% 81%CE%B4%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CF%83%CF%85%CE%B C%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%BF %CF%81%CF%87%CE%AE%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%82  Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα 17, 322. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις